ὑποφέρεται

ὑποφέρεται
ὑποφέρω
carry away under
pres ind mp 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • έρχομαι — και έρχουμαι (AM ἔρχομαι) 1. κατευθύνομαι ή πλησιάζω σε κάποιον τόπο ή σε κάποιον πρόσωπο (α. «καὶ ἐπὶ πόλιν δυνατωτάτην νῡν ἐρχόμεθα», Θουκ. β. «τον είδα νά ΄ρχεται προς το μέρος μου») 2. επιστρέφω, γυρίζω πίσω (α. «οὔτ΄ Ὀδυσεὺς ἔτι οἶκον… …   Dictionary of Greek

  • δυσκολοδιάβατος — η, ο 1. αυτός που δύσκολα μπορεί να τόν περάσει κανείς, ο δυσδιάβατος 2. αυτός που δύσκολα υποφέρεται («δυσκολοδιάβατη ζωή») 3. αυτός που δύσκολα ξεπερνιέται («δυσκολοδιάβατος καημός») …   Dictionary of Greek

  • δυσύποιστος — δυσύποιστος, ον (Α) αυτός που δεν υποφέρεται εύκολα …   Dictionary of Greek

  • δύσοιστος — δύσοιστος, ον (Α) αυτός που δύσκολα υποφέρεται ή υπομένεται («δύσοιστα πήματα», Αισχ.) …   Dictionary of Greek

  • εύζωνος — και εύζωνας, ο (ΑΜ εὔζωνος, ον Α και επικ. τ. ἐύζωνος, ον) νεοελλ. ελαφρά οπλισμένος στρατιώτης που φέρει την εθνική στολή (φουστανέλα, φέσι, τσαρούχια), τσολιάς μσν. αρχ. 1. (για γυναίκα) ζωσμένη ωραία, με λεπτή μέση, κομψή 2. ντυμένος ελαφρά,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”